A few words...

That's a blog I made to post my stories and anything else I feel like posting! (Which means you might actually come across pictures of something I managed to cook instead of burning, or some joke I found particularly funny... Don't worry if you do, I didn't go mental. Maybe because I already sort of am!)


Take a look around, check out my stories, picking the category you like best and leave me your thoughts! Even a teeny tiny comment counts! Although I really like long comments!

I wanted to thank my wonderful beta, Wendy D, for putting up with me and editing my Twilight fan fics and original stories and for her support! I also wanna leave some love for some co-writers, readers and friends who always manage to distract me by chatting while I'm writing and I just love them for that! So, Lucia, Kenzie, Alexandria and Chloe, I love ya all tons!

Nessie

Tuesday, June 3, 2014

Για Μα Ζωγραφιά

Για Μια Ζωγραφιά

Ο Ιάσωνας έτρεχε κατά μήκος του λιμανιού βιαστικά, τρυπώνοντας ανάμεσα στον κόσμο. Τώρα που είχε έρθει το καλοκαίρι, είχαν μαζευτεί πολλοί ξένοι στο νησί και οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Σταμάτησε μονάχα όταν έφτασε μπροστά στη «Γοργόνα», το παλιό καΐκι του παππού Σταύρου.

Ο παππούς του χάθηκε στην θάλασσα πριν από τρία χρόνια και η «Γοργόνα» βρέθηκε να πλέει δίχως καπετάνιο στα ανοιχτά. Η γιαγιά του ποτέ δε βρήκε το κουράγιο να την πουλήσει, ελπίζοντας πως ο παππούς θα επέστρεφε μια μέρα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ιάσωνας πήρε φόρα και πήδηξε, πέφτοντας φαρδύς πλατύς στο παλιωμένο κατάστρωμα. Σηκώθηκε, τίναξε την άμμο και την αλμύρα από το μπλουζάκι του και έβγαλε από την τσέπη του το κλειδί για την μικρή καμπίνα. Στρογγυλοκάθισε στην ξύλινη καρέκλα του παππού και έκλεισε τα μάτια του, προσποιούμενος πως ο παππούς του ήταν ακόμα εδώ, λέγοντας του μια από τις τρελές του ιστορίες. Δεν έκανε ποτέ μεγάλα ταξίδια, όμως πάντα φρόντιζε να φέρνει πίσω δώρα για τον μοναδικό του εγγονό. Άλλοτε ήταν κέρματα μουχλιασμένα από την θάλασσα, άλλοτε χάντρες από κεχριμπάρι και νεφρίτη, και άλλοτε τεράστια κοχύλια από τον βυθό.

Τα φυλούσε ο Ιάσωνας τα δώρα του παππού, τα έβαζε όλα σε ένα ξύλινο μπαούλο που είχε βρει στο πατάρι και με τους φίλους του έπαιζε πως ήταν το σεντούκι με τον κρυμμένο θησαυρό. Τώρα που όλοι του οι συμμαθητές όμως έφυγαν για διακοπές και είχε μείνει μοναχός, περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο καΐκι, αγναντεύοντας την θάλασσα, ενώ φανταζόταν ότι ο παππούς του ζούσε μεγάλες περιπέτειες, με πειρατές και κουρσάρους, σε άγνωστα νερά, μαζεύοντας και άλλους θησαυρούς για το μπαούλο του Ιάσωνα.

Ο μικρός δεν γύρισε σπίτι μέχρι να νυχτώσει. Στην πόρτα τον περίμενε η γιαγιά του, με την κουτάλα απειλητικά στο χέρι, και με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό. «Πού ήσουν τέτοια ώρα; Τι πράγματα είναι αυτά; Το μισό νησί σε ψάχνει! Πού είχες χωθεί πάλι; Πήρε η άμοιρη η μάνα σου τηλέφωνο και εγώ τι να της πω; Θα πέθαινε από την τρομάρα της αν έλεγα πώς σε έχασα! Και αν κανένας σε είχε κλέψει, τι...» και το παραλήρημα συνέχιζε όλο το βράδυ. Ο Ιάσωνας πήγε στο κρεβάτι του ήσυχα, κουκουλώθηκε ως τον λαιμό και περίμενε να αποκοιμηθεί η γιαγιά του. Σηκώθηκε αθόρυβα σαν ποντικάκι μ’ένα σακίδιο στον ώμο και ξεγλίστρησε προς την παραλία.

Παράτησε τα πράγματα του στην αμμουδιά και έτρεξε στο νερό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε. Η παλίρροια είχε ανεβάσει την στάθμη και τα νερά ήταν βαθύτερα από συνήθως. Απτόητος ο μικρός, άναψε τον φακό του και προχώρησε.

Για μια στιγμή χάζεψε τα ψάρια, που κολυμπούσαν βιαστικά μακριά του, και κατευθύνθηκε προς τον πάτο, για να βρει κοχύλια. Δεν είχε βρει ποτέ του τόσο μεγάλα όσο αυτά του παππού Σταύρου, αλλά εδώ είχε σίγουρα μεγαλύτερα από όσα ξεβράζονταν στην ακτή. Καθώς έστρεψε τον φακό κάτω, κάτι έλαμψε. «Μπορεί να είναι κανένα νόμισμα!» σκέφτηκε ενθουσιασμένα και κολύμπησε προς τα εκεί.

Το θέαμα που αντίκρισε ήταν μαγικό. Μπροστά του υψωνόταν μια τεράστια μαρμάρινη αψίδα, με φύκια φυτρωμένα στην βάση της. Μαγνητισμένος ανακάλυψε μια ολόκληρη πόλη βυθισμένη. Κίονες πεσμένοι στην άμμο γύρω του και κτήρια θηριώδη, σαν μεγαλοπρεπείς αρχαίοι ναοί τον περικύκλωναν. Κοπάδια από ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα στα ερείπια, φανερά αδιάφορα για την αρχαία πόλη. Όπου και να κοίταζε ο Ιάσωνας, χρυσαφένιες λεπτομέρειες διακοσμούσαν τα κτίσματα και πολύχρωμα κοράλλια κάλυπταν τον βυθό τριγύρω τους. Παντού μικρά αντικείμενα λαμπύριζαν, πεταμένα κέρματα, κοσμήματα, πιάτα και ποτήρια.

Την προσοχή του αιχμαλώτισε ένα άγαλμα. Ήταν τρία μέτρα ψηλό, φορούσε κορώνα και κρατούσε ένα περίτεχνο σκήπτρο. «Σαν βασιλιάς μοιάζει», συλλογίστηκε ο Ιάσωνας. Πλησιάζοντας, είδε περισσότερα. Το σώμα του είχε χρώμα καφετί, σαν σκουριασμένο μέταλλο, καλυμμένο με λέπια. Το πρόσωπο του ήταν βατραχόμορφο, με αυτιά μεγάλα και μεμβρανώδη, χείλη λεπτά και μάτια κατάμαυρα. Ξάφνου, τα μάτια αυτά στράφηκαν προς το μέρος του. Ο Ιάσωνας άφησε την ανάσα του και μια φυσαλίδα αέρα ξέφυγε προς την επιφάνεια.

«Τι γυρεύεις εδώ; Ποιος είσαι;» Ο Ιάσωνας άκουσε μια αλλόκοτη φωνή που ξεκάθαρα ερχόταν από τον γιγάντιο βασιλιά.

Μέσα στην τρομάρα του ο Ιάσωνας ξέχασε πως βρισκόταν κάτω από το νερό και απάντησε. «Με λένε Ιάσωνα. Κατά λάθος ήρθα...»

Η μορφή εγκατέλειψε το βάθρο της και περιεργάστηκε το αγόρι. Τότε ο Ιάσωνας πρόσεξε πως δεν είχε πόδια, αλλά ουρά σαν ψαριού. «Πολύ καλά. Μπορείς να μείνεις. Αλλά αν μάθει κανείς άλλος για τούτο το μέρος, δεν θα ξαναδείς την επιφάνεια,» προειδοποίησε και απομακρύνθηκε στα σκοτεινά νερά.

Φοβισμένος ο Ιάσωνας έφυγε αμέσως και σαν τον κλέφτη επέστρεψε σπίτι. Δεν μπόρεσε όμως να βγάλει από το μυαλό του τον γοργονάνθρωπο βασιλιά. Την επόμενη μέρα σκεφτόταν τον βυθό και ζωγράφιζε την ξεχασμένη πόλη.

«Τι είναι αυτό, Ιάσωνα;» ρώτησε η γιαγιά του, θαυμάζοντας την ζωγραφιά.

«Τίποτα!» απάντησε εκείνος βιαστικά και την έκρυψε κάτω από το τραπέζι.

Το βράδυ αποφάσισε να ξαναπάει. Η θάλασσα ήταν λάδι και η αυγουστιάτικη πανσέληνος καθρεφτιζόταν στην επιφάνεια. Κοντά στην όχθη καθόταν ένας γέρος ψαράς. Ο γέροντας του χαμογέλασε λίγο, πρωτού ξαναστρέψει την προσοχή του στο καλάμι του.

Βρήκε εύκολα την πόλη στο βυθό. Κάτι όμως είχε αλλάξει. Η πόλη έσφυζε από ζωή. Γοργονάνθρωποι, μικρότεροι και νεότεροι από τον βασιλιά, κολυμπούσαν ανέμελα και τα κτήρια ήταν ολόφωτα. Ξάφνου, ο βασιλιάς βρέθηκε μπροστά του.

«Καλωσόρισες. Σου ετοιμάσαμε μια γιορτή. Θα κάτσεις μαζί μας ελπίζω...»

Ο Ιάσωνας έγνεψε χωρίς δισταγμό. Τον ακολούθησε σε ένα τραπέζι γεμάτο αλλόκοτα φαγητά. Μετά από προτροπή του βασιλιά άρχισε να τρώει απ’όλα. Δοκιμάζοντας τα φαγητά, ένιωσε πρωτόγνωρη ηδονή. Μετά από λίγο άρχισε να αισθάνεται παράξενα. Ζαλιζόταν και δυσκολευόταν να ανασάνει. Ο βασιλιάς τον περιεργαζόταν και στο βατραχίσιο πρόσωπο του φάνηκε ένα αχνό μειδίαμα.

«Σε προειδοποίησα. Κάνεις δεν έπρεπε να μάθει. Αλλά είσαι ίδιος ο παππούς σου.
Φλύαρος. Ανίκανος να κρατήσεις μυστικό.» 


Ο Ιάσωνας άργησε να καταλάβει. Πράσινα λέπια άρχισαν να φυτρώνουν στα κοκαλιάρικα του χέρια και μεμβράνες να σχηματίζονται ανάμεσα στα δάχτυλα του. Κοίταξε τον βασιλιά άλλη μια φορά και ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Ποτέ του δεν θα επέστρεφε. Θα ήταν μια ανάμνηση. Σαν τον παππού του.
Και όλα αυτά για μια ζωγραφιά..

No comments:

Post a Comment